18/04/2024
11 C
Serres

Δημοσθένης Κοσλίδης: Το Μεσοχώρι στα χρόνια τα προπολεμικά !

Το Μεσοχώρι, μέχρι και τον μεγάλο πόλεμο, ήταν η κεντρική πλατεία του χωριού μας και καθημερινά εδώ γίνονταν τα κοινωνικά κι εμπορικά αλισβερίσια.

Εδώ ήταν η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, εδώ μαζεμένα τα περισσότερα μαγαζιά και καφενεία, μα προ παντός το κτίριο που δέσποζε με τη βαριά επιβλητική Μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, το ξακουστό σ’ όλη την περιοχή Χάνι του Κιούπκιοϊ.

Όμως, πάνω απ’ τα κτήρια και τους ανθρώπους διαφέντευε το Μεσοχώρι ο θεόρατος πλάτανος με την τεράστια κουφάλα, που μέσα της χωρούσαν τέσσερις μικρόσωμοι νοματαίοι.

Λέγανε οι γεροντότεροι του χωριού: «αν ο πλάτανος είχε μιλιά μόνο απ’ αυτόν θα μαθαίνανε την ιστορία του τόπου τους από τότε που κτίστηκε στην τωρινή τοποθεσία».

GOTSIKA

Ο πάππος μου, πολλά νταραβέρια με το Μεσοχώρι δεν είχε κι ένιωθε σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του εδώ πάνω.

Μονάχα όταν αντάμωνε με το καρντάσι του, όπως έλεγε το γκαρδιακό φίλο του τον Στέφανο, άνοιγε η καρδιά του, γαλήνευε το πνεύμα του και το καθισιό του στο Μεσοχώρι γίνονταν αρμένκο.

Ο Στέφανος εδώ πάνω είχε ραφτάδικο κι ήταν ξακουστός κι εξπέρ στα πενιβρέκια των γεροντάδων, που τα ‘φτιαχνε από ένα χοντρό ύφασμα, αμπά το ‘λεγαν, γι’ αυτό και το ξέρανε όλοι ως Αμπατζή.

Το ραφτάδικό του ήταν και στέκι των πιο μουχαμπετζήδων και χωρατατζήδων του χωριού.


«Ο γκιουλ μπαχτσές του Στεφάν’» ήταν πιότερο γνωστό το ραφτάδικό του..

Στο χωριό απορούσαν μ’ αυτόν τον άνθρωπο που δεν έχανε το κέφι του, την αισιοδοξία και τη χωρατατζήδικη διάθεσή του ακόμα και στα χειρότερα κεσάτια, που του ‘φερναν αδεκαριές και μπατιριλίκια.

Ο πάππος συνήθιζε να κάνει στον Στέφανο χνέρια και πλάκες, έτσι, με το στανιό ήθελε λίγο να τον τσατίσει, να δει έστω και μία φορά τη γλυκιά του φάτσα κατσουφιασμένη. Χαμένος κόπος του.

«Μαζαράτ Κουτσουλίτ’ μένα κανένας σατανάς δεν θα μπουρέσ’ να χαλάσ’ τη ζαχαρένια μ’ και να θουλώσ’ τα νερά μ’», του τα ‘ριχνε κοφτά και χαμογελαστά ο Στέφανος.

Ο Σωκράτης δεν το ’χε καμάρι και περηφάνια μονάχα που ήταν φίλος του ο Στέφανος, άλλα και για τα κουστούμια που του ’ραβε, ιδίως κείνα από εγγλέζικο κασμίρι, «μιλούσαν» πάνω του.


Τέτοια ποιοτικά υφάσματα μπορούσε ν’ αγοράσει κάποιος στο χωριό μονάχα απ’ το υφασματοπωλείο του Εβραίου του Ααρών, που ’ταν χωμένο σ’ ένα στενοσόκακο του Μεσοχωρίου.

Δύο οικογένειες Εβραίοι ζούσαν στο χωριό, του Ααρών και του Ισαάκ και οι δυο τους μεγάλοι έμποροι και ξακουστοί σ’ όλη την περιοχή.

Τα μαγαζιά τους ήταν δίπλα – δίπλα.

Απ’ έξω δεν γέμιζαν μάτι, ιδίως το μπακάλικο του Ισαάκ αν δεν είχε κρεμασμένη την τεράστια ξύλινη ταμπέλα «ΕΔΩΔΙΜΑ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ», ο περαστικός θα το περνούσε απαρατήρητο.

Όμως μέσα, το μάτι δεν χόρταινε να βλέπει και να λαχταρά του κόσμου τ’ αγαθά και η μύτη να οσμίζεται τις πιο παράξενες μυρουδιές.

Της Παναγιάς τα μάτια να ζητούσε κάποιος θα τα ’βρισκε εδώ, μου ’λεγε ο πάππος μου.

Σαν το υφασματάδικο του Ααρών άνθρωπος μονάχα σε πολιτεία μπορούσε να συναντήσει.

Εδώ θάμπωνε το μάτι απ’ την πολυχρωμία και την ποικιλία υφασμάτων και πανιών, μέχρι και μεταξωτά απ’ τη μακρινή Κίνα φιγουράριζαν στην προθήκη του μαγαζιού για να προκαλούν το ενδιαφέρον και τις αισθήσεις των μουστερήδων.

Ο πάππος είχε σε μεγάλη υπόληψη αυτούς τους ανθρώπους κι υποκλίνονταν μπροστά στο εμπορικό τους δαιμόνιο, που η καταραμένη κρίση του ’30 όχι μόνο δεν γονάτισε, αλλ’ αυτοί τότε αβγάτισαν και τη σερμαγιά τους.

Με τους ανθρώπους του χωριού, πέρα από τις δουλειές τους, πολλά πάρε – δώσε δεν είχαν. Κολλημένοι στις πατροπαράδοτες αξίες και στα έθιμα των Εβραίων, δεν αφομοιώθηκαν απ’ το ντόπιο στοιχείο.

Τόσοι και τόσοι ξενομερίτες ήρθαν στο χωριό κι έμειναν, Ηπειρώτες, Βλάχοι, Χαλκιδικιώτες, Μικρασιάτες και Θρακιώτες, ζυμώθηκαν με το ντόπιο στοιχείο έχοντας για προζύμι τη θρησκεία κι έγιναν όλοι ένα χαρμάνι.

Μονάχα ο Ααρών κι ο Ισαάκ παρέμειναν ξένο μιλιέτι, γιατί ήταν Οβριοί.

Για τον πάππο, όμως και για όσους ζύγιζαν τους ανθρώπους με το καντάρι της ανθρωπιάς κι όχι της θρησκείας, της φυλής και της γλώσσας, ήταν ξεχωριστοί, διαφορετικοί, ξένοι όμως σε καμιά περίπτωση.

«Ντρουπή», έλεγε ο πάππος , «να πιρνιούντι για ξέν’ ανθρώπ’ τίμιοι, μπισαλήδις, καλλιεργημέν’ κι καλουσυνάτ’, που χρόνια τώρα μι τη σκληρή δλεια πρόσφεραν’ τόσα στην προυκουπή του τόπου μας».

Ν’ αλλάξει, όμως, μυαλά στους ξεροκέφαλους και στους προκατειλημμένους, με πρώτη και καλύτερη την σύζυγό του και γιαγιά μας, ήταν χαμένος κόπος.

Η γιαγιά μισούσε τους Εβραίους και τους είχε για παμπόνηρους, φιλάργυρους, αντίχριστους και καταραμένους απ’ τον επουράνιο Πατέρα, αφού σταύρωσαν και τον ίδιο το γιο Του.

Προτιμούσε να κάνει ποδαρόδρομο μέχρι το Ροδολίβος, αψηφώντας κόπο και χασομέρι, για να ψωνίσει πανιά απ’ το υφασματοπωλείο του Χατζούδη.

Αυτόν, μάλιστα, τον είχε στην καρδιά της, γιατί ήταν άνθρωπος του Θεού και της εκκλησίας και δεν μπορούσε κανένας να της το βγάλει απ’ το μυαλό ότι ήταν και βλογημένος αφού φιλοξενούσε και τον δεσπότη Ζιχνών και Νευροκοπίου όταν ερχόταν στα Παγγαιοχώρια.

Κι ούτε την ένοιαζε που είχε γίνει βούκινο, «η αλεπού από τον πετεινίκο» όπως τον έλεγε ο πάππος για τις λαδιές που ‘κανε στις αγράμματες γυναικούλες, στο τεφτέρι και στη μεζούρα.

Αυτή πολύ δαιμονίζονταν με τον άνδρα της που ‘δειχνε στους Εβραίους συμπάθεια και της ανέβαιναν οι διάολοι που χώνονταν έτσι ασυλλόγιστα με τα παιδιά στα μαγαζιά τους.

Των Οβριών το φαρμάκι, πίστευε η γιαγιά, πίσω από εκατό χαμόγελα κρύβεται κι όπως είναι μανούλες στα τερτίπια και στα καλοπιάσματα, ούτε που καταλαβαίνει ο μουστερής πώς τον πλανεύουν και γίνεται έτσι του χεριού τους.

Γι’ αυτό και στα παιδιά της απαγόρευε με φοβέρες κι απειλές να περνάνε έξω από τα μαγαζιά τους, για να μη μουρνταρευτούν.

Τα παιδιά, όμως, είναι χάσικα και σαν τις μέλισσες ήξεραν πολύ καλά από ποιο λουλούδι θα πάρουν μέλι.

Τις φοβέρες της μάνας τους τις έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια κι ούτε που τα ‘νοιαζε αν ο Ααρών κι ο Ισαάκ ήταν Οβριοί ή Μπαμπιστάνοι.

Αυτά ήθελαν μονάχα να θαυμάσουν στο μαγαζί του Ααρών ένα πρωτόγνωρο και μαγικό κόσμο, γεμάτο από πολύχρωμα υφάσματα, χρυσά σιρίτια, τρέσες και κορδόνια, που στα μάτια τους φάνταζαν ικανά να ντύσουν και να στολίσουν αρχοντικά και γιορτινά τους μικρούς και τους μεγάλους όλου του κόσμου.

Είναι απορίας άξιο, μου έλεγε ο πάππος, τι απόγιναν οι δυο Εβραϊκές οικογένειες μόλις πάτησαν το πόδι τους οι Βούλγαροι κατακτητές, το ’41, στο χωριό.

Ούτε και ρώτησε ποτέ κανένας για την τύχη τους, θαρρείς και τους κατάπιε η γης.

ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΡΩΤΗΣ

Ακολουθήστε το e-vima.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις


ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ.

 

Δείτε επίσης.

 

Συνέχισε να διαβάζεις